λεπιδίσκη

λεπιδίσκη
λεπιδ-ίσκη, , Dim. of λεπίς, IG12(8).51.19 (Imbros, ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπιδίσκη — λεπιδίσκη, ἡ (Α) υποκορ. τού λεπίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”